- περιφθινύθω
- περιφθῐνύθω [pron. full] [ῠ],A go to ruin, Orph.L.521.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιφθινύθω — Α καταστρέφομαι τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φθινύθω, ποιητ. τ, τού φθίω «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
αμφιπεριφθινύθω — ἀμφιπεριφθινύθω (Α) φθείρομαι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περιφθινύθω «καταστρέφομαι»] … Dictionary of Greek